Ως trigger point, ή «σημείο πυροδότησης», ονομάζουμε επώδυνα σημεία των μυών ή της περιτονίας που τους περιβάλει, τα οποία γίνονται διακριτά κατά την ψηλάφησή τους. Πρόκειται για μικροτραυματισμούς στις ίνες των σκελετικών μυών, με αποτέλεσμα κάποιοι από αυτούς να συσπώνται και να χάνουν την ελαστικότητά τους. Η σύσπαση αυτή έχει ως συνέπεια την πρόκληση πόνου, ο οποίος μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να γίνεται και ανυπόφορος κατά την ψηλάφηση του σημείου.
Τα trigger points μοιάζουν με κόμπο ή σφιχτή ταινία ενός μυ και ο πόνος που προκαλείται εξαιτίας τους, μπορεί να εμφανιστεί και σε απομακρυσμένα από την τραυματισμένη περιοχή σημεία. Για την ακρίβεια, σχεδόν στις 3 από τις 4 περιπτώσεις, το σημείο όπου ο ασθενής αισθάνεται πόνο είναι διαφορετικό από το σημείο που έχει δημιουργηθεί η εστία του σημείο πυροδότησης. Περισσότερα συμπτώματα της πάθησης είναι ο πονοκέφαλος και οι ημικρανίες, η οσφυαλγία (πόνος στη μέση) και το λουμπάγκο, οι αυχενικοί πόνοι και η ζαλάδα.
Τα trigger points χωρίζονται σε 2 επιμέρους κατηγορίες, τα ενεργά και τα ανενεργά. Στην πρώτη κατηγορία βρίσκουμε trigger points των οποίων η παρουσία προξενεί πόνο, άλγος, μούδιασμα, περιορισμό της κίνησης και πόνο κατά την πίεση ή μετά τη διάταση (τέντωμα) του μυός.
Ανενεργά ονομάζουμε trigger points που είτε έχουν σχηματιστεί αλλά δεν έχουν εμφανή συμπτωματολογία στον ασθενή, είτε ήταν ενεργά και δεν αντιμετωπίστηκαν σωστά, με αποτέλεσμα να παραμένουν σε ληθαργική κατάσταση με πιθανότητα επανεμφάνισης αργότερα.
Για την αντιμετώπιση των trigger points αρχικά είναι απαραίτητη η σωστή διάγνωση και ο εντοπισμός του σημείο πυροδότησης. Κατόπιν, η θεραπεία τους πραγματοποιείται είτε με ισχαιμικές πιέσεις και διατάσεις είτε με τη χρήση ξηράς βελόνας (dry needle).
Στην περίπτωση του βελονισμού, μία λεπτή, ευλύγιστη βελόνα μίας χρήσης εισάγεται και κινείται επαναλαμβανόμενα στο trigger point. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την τοπική σύσπαση του μυ, χάρη στην οποία προκαλείται μυϊκή χαλάρωση, και κατά συνέπεια, μείωση του πόνου.