Ιδιοδέκτρια Νευρομυϊκή Διευκόλυνση P.N.F.

Η Ιδιοδέκτρια Νευρομυϊκή Διευκόλυνση ή P.N.F. (από τα αρχικά των λέξεων Proprioceptive Neuromuscular Facilitation) είναι μια μέθοδος που  χρησιμοποιείται για την αποκατάσταση του εύρους κίνησης των αρθρώσεων, την βελτίωση της λειτουργικότητας και την αύξηση της αντοχής και δύναμης των ασθενών που έχουν βλάβη στους ιστούς (π.χ. μύες, τένοντες), βρίσκονται στο στάδιο μετεγχειρητικής αποκατάστασης ή έχουν βλάβη στο κεντρικό νευρικό σύστημα (π.χ. εγκεφαλικό επεισόδιο) (Hindle, Whitcomb, Briggs & Hong, 2012).

Ιδιοδέκτρια (από τον όρο ιδιοδεκτικότητα)  είναι η  ικανότητα του σώματος να αντιλαμβάνεται τις αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτό, χρησιμοποιώντας τους ιδιοδεκτικούς υποδοχείς. Οι υποδοχείς αυτοί πληροφορούν τον εγκέφαλο σχετικά με την τάση και το μήκος των μυών και τη θέση των αρθρώσεων και κατ’ επέκταση του σώματος. Οι κύριοι υποδοχείς βρίσκονται μέσα στους μυς (μυϊκή άτρακτος και ελεύθερες νευρικές απολήξεις), στους τένοντες (τενόντιο όργανο Golgi ) και στις αρθρώσεις (σωμάτια Pacini και ελεύθερες νευρικές απολήξεις).

Με την δυνατότητα αυτή της μεθόδου, η απάντηση για κίνηση είναι ακριβής και συγχρονισμένη (νευρομυϊκός συντονισμός). Ακόμα και με τα μάτια κλειστά μπορούμε να προβλέψουμε που βρίσκεται το σώμα μας και το κάθε μέλος μας ξεχωριστά και γνωρίζουμε πως να αντιδράσουμε με το περιβάλλον γύρω μας (κιναισθησία).

Οι ασκήσεις με την μέθοδο της P.N.F. αποσκοπούν στην διευκόλυνση της προώθησης των νευρομυϊκών απαντήσεων από τον ερεθισμό των ιδιοδεκτικών υποδοχέων και χρησιμοποιούνται συχνά για την αύξηση του εύρους κίνησης, την μείωση του πόνου, την αύξηση της δύναμης και τη βελτίωση της λειτουργικότητας. (Nuray, Ayçe & Zeynep, 2015).

Η φιλοσοφία της P.N.F. περιλαμβάνει την διαδικασία σχεδιασμού εξελικτικής θεραπείας που προσανατολίζεται στην θετική λειτουργική προσέγγιση, στην ενεργοποίηση των αποθεμάτων, στην εξέταση του ατόμου ως σύνολο και την χρήση του κινητικού ελέγχου και των κανόνων κινητικής μάθησης (Susan, Beckers & Buck, 2008). Είναι μία μέθοδος που δεν εφαρμόζεται σε μύες ξεχωριστά αλλά αφορά πρότυπα κινήσεων. Μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα σε μια περιοχή του σώματος ή έμμεσα.

Η έμμεση προσέγγιση δεν κινητοποιεί άμεσα τη πάσχουσα περιοχή αλλά την ενεργοποιεί μέσα από δραστηριοποίηση των άλλων υγιών τμημάτων του σώματος χρησιμοποιώντας το φαινόμενο της αντανάκλασης (Meningroni et al, 2009). Το φαινόμενο της αντανάκλασης νευροφυσιολογικά θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η εξάπλωση μιας απάντησης που συμβαίνει όταν ένα ισχυρό ερέθισμα αυξάνεται σε σχέση με τη δύναμη και την συχνότητά του, από ένα ισχυρό σημείο σε ένα αδύναμο (Pink, 1981; Luciana et al, 2012).

Χαρακτηριστικά, είναι η διάδοση ερεθισμάτων δια μέσου του νευρικού συστήματος ως μια απάντηση σε μια διέγερση/ερέθισμα μιας αντίστασης. Μπορεί να εκμαιευθεί από τα δυνατά σημεία του σώματος στα αδύναμα και φτάνει σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματος. Σημαντικότεροι στόχοι του φαινομένου της αντανάκλασης είναι η ενεργοποίηση των αδύναμων μυών, η διευκόλυνση κινήσεων ή μεταφοράς του σώματος, η αύξηση του συντονισμού, η αύξηση λειτουργικών δραστηριοτήτων και η ανάπτυξη της κινητικής μάθησης και του κινητικού ελέγχου.